ἀρτίσκαπτος

ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκαπτος, ον,
A just dug, AP7.465 (Heraclit.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρτίσκαπτος — ἀρτίσκαπτος, ον (Α) αυτός που σκάφτηκε μόλις προ ολίγου …   Dictionary of Greek

  • ἀρτίσκαπτος — just dug masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”